πεζογραφικός

πεζογραφικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζογράφο ή στην πεζογραφία.
επίρρ...
πεζογραφικώς
με πεζογραφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Χ. Παμπούκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεζογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην πεζογραφία ή τον πεζογράφο: Πεζογραφική παραγωγή έργων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”